πολύδερμος

πολύδερμος
πολύδερμος
with several layers
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολύδερμος — ον, Α 1. πολύρρινος 2. (για κοιλιακά τοιχώματα) αυτός που έχει αλλεπάλληλες στιβάδες δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δερμος (< δέρμα, ατος), πρβλ. παχυ δερμος] …   Dictionary of Greek

  • πολύδερμον — πολύδερμος with several layers masc/fem acc sg πολύδερμος with several layers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • πολυδέρματος — ον, Α πολύδερμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δέρματος (< δέρμα, ατος), πρβλ. μελανο δέρματος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”